- γυαλιστερός
- brillant
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
γυαλιστερός — ή, ό [γυαλιστός] 1. στιλπνός, λαμπερός 2. λουστραρισμένος, στιλβωμένος … Dictionary of Greek
γυαλιστερός — ή, ό αυτός που γυαλίζει, ο στιλπνός: Μου αρέσουν τα γυαλιστερά υφάσματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έκστιλβος — ἔκστιλβος, ον (Μ) πολύ στιλπνός, λαμπερός, γυαλιστερός … Dictionary of Greek
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek
αργής — ἀργής ( ῆτος), ο, η (Α) 1. (κυρίως για αστραπή) λαμπρός, αστραφτερός 2. (κυρίως για λίπος και για ρούχα) γυαλιστερός, στιλπνός ή λευκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργ τού αργός (Ι) + επίθημα * ēt , με εκτεταμένο e αβέβαιης προέλευσης. Το επίθημα αυτό… … Dictionary of Greek
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek
γανωτός — ή, ό (Μ γανωτός, ή, όν) [γανώ ( όω)] 1. ο στιλπνός, ο γυαλιστερός 2. (για χάλκινα σκεύη) γανωμένος … Dictionary of Greek
γληνός — ή, ό 1. λαμπερός 2. γυαλιστερός 3. τρυφερός, απαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. συνδέεται με τα γλήνη, γλήνος βλ. λ.] … Dictionary of Greek
θέω — (I) θέω και επικ. τ. θείω και αιολ. τ. θεύω (Α) 1. (για πρόσ. και ζώα) τρέχω, προχωρώ γρήγορα 2. αγωνίζομαι, μάχομαι για κάτι 3. (για πτηνά) πετώ 4. (για πλοία) πλέω γρήγορα 4. (για πέτρα) κυλιέμαι, κινούμαι γρήγορα 5. (για τον κεραμεικό τροχό)… … Dictionary of Greek
κνήμαργος — κνήμαργος, ον (Α) 1. αυτός που έχει λευκές κνήμες 2. εκείνος που έχει χοντρές κνήμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνήμη + αργος (< ἀργός «στιλπνός, γυαλιστερός»), πρβλ. πόδ αργος, πύγ αργος] … Dictionary of Greek
λείος — α, ο (Α λεῑος, λεία, λεῑον) 1. ομαλός στην επιφάνεια, αυτός δεν είναι τραχύς στην αφή, απαλός (α. «έχει πολύ λείο δέρμα» β. «αἴγειρος ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», Ομ. Ιλ.) 2. στιλπνός, γυαλιστερός 3. (για τη θάλασσα) ατάραχος … Dictionary of Greek